Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Ποίημα του Mio Cid - Μια ελληνική μετάφραση


Η αρχή του χειρογράφου του ποιήματος του Mio Cid, όπως διασώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας, στη Μαδρίτη

Το ποίημα του Mio Cid, το εθνικό έπος της Καστίλης, είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό επικό έργο γραμμένο στην καστιλιάνικη γλώσσα που έχει φτάσει στα χέρια μας ως τώρα, ενώ θεωρείται από πολλούς μελετητές ως ένα από τα κορυφαία έργα του ισπανικού Μεσαίωνα.
Δεν είμαστε σίγουροι για το ποιος είναι ο συγγραφέας του, ούτε για το που και το πότε ακριβώς γράφτηκε, αν και μάλλον πρέπει να γράφτηκε τον 12ο αιώνα. Αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι περιγράφει πραγματικά γεγονότα (αν και αναπόφευκτα διανθισμένα με θρύλους, όπως συμβαίνει με το σύνολο της επικής ποίησης από την αρχαιότητα ως σήμερα), ιστορικές προσωπικότητες και γνωστές περιοχές, και μάλιστα τα έπενδύει με μια πληθώρα λεπτομερειών, που καθιστούν το έργο μια σημαντική ιστορική πηγή για τους μελετητές.

Το έργο επικεντρώνεται σε μια περίοδο περίπου είκοσι χρόνων από τη ζωή του Rodrigo Díaz de Vivar, ευγενούς από την Καστίλη, που έζησε το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα και πέθανε το 1099, γνωστού ακόμη με το προσωνύμιο El Cid.
O Cid λοιπόν κατηγορείται άδικα στην αρχή του έργου από κάποιον ευγενή ότι έχει κρατήσει για τον εαυτό του τους φόρους που είχε αναλάβει να εισπράξει για λογαρισμό του βασιλιά του, του Αλφόνσου του 6ου της Καστίλης. Η τιμωρία που τον περιμένει είναι η εξορία. Υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, αφήνει τη γυναίκα του, τη doña Jimena, και τις κόρες του σε ένα μοναστήρι και οδεύει προς το Μπούργος με τη συντροφιά 60 ιπποτών που του ήταν πιστοί. Ο Cid, πιστός στα ιδανικά του βασιλιά του και της Καστίλης, αντιμετωπίζει τους μουσουλμάνους κατακτητές σε διάφορες μάχες και τους νικάει, στέλνοντας κάθε φορά πλούσια δώρα στον Αλφόνσο. Στο τέλος καταλαμβάνει την Βαλένθια και τότε πια ο βασιλιάς του επιτρέπει να ξανασμίξει με την οικογένειά του.
Όμως οι περιπέτειες του ήρωα δεν τελειώνουν εδώ. Μετά από τον πολυετή αγώνα να αποδείξει την πίστη του στον ηγεμόνα, έρχεται τώρα η ώρα να έρθει αντιμέτωπος με τον κίνδυνο που ελοχεύει στην ίδια του την οικογένεια. Γιατί οι επιτυχίες του στο πεδίο της μάχης και τα πλούτη που έχει στείλει στον βασιλιά ξυπνούν την απληστία δύο από τους πρίγκιπες, οι οποίοι ζητούν από τον βασιλιά το χέρι των θυγατέρων του Cid, κι ο βασιλιάς το επιτρέπει. Οι γαμπροί όμως πολύ σύντομα αποδεικνύονται ανάξιοι κι εγκαταλείπουν τις γυναίκες τους, αφού πρώτα τις κακομεταχειριστούν. Ο Cid ζητάει δικαιοσύνη κι οι πρίγκιπες ανακηρύσσονται προδότες. Στο τέλος του έργου ο ήρωάς μας κερδίζει την ευτυχία, αφού οι κόρες του παντρεύονται με δυο άξιους αυτή τη φορά πρίγκιπες, κι έτσι αποκαθίσταται η οικογενειακή γαλήνη.

Από το πρώτο μέρος του έργου, και συγκεκριμένα από τη στιγμή του αποχαιρετισμού με τη σύζυγο και τις κόρες (στ. 366-382), είναι οι παρακάτω δύο εικόνες του χειρογράφου, ακολουθεί το κείμενο με τυπογραφικούς χαρακτήρες (που αναφέρεται στους τελευταίους 8 στίχους της πρώτης εικόνας και στους πρώτους 9 της δεύτερης) και στο τέλος υπάρχει η μετάφραση του Ηλία Ματθαίου στα ελληνικά. Ακολουθήθηκε -πολύ σωστά- στη μετάφραση ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, μια και παραπέμπει σε έπος, και είναι δόκιμο μέτρο της επικής δημοτικής μας ποίησης, π.χ. Το άσμα του Διγενή.




Οι δύο αυτές εικόνες του χειρογράφου ,που περιέχουν το μεταφρασμένο κομμάτι, είναι από την Biblioteca Virtual Miguel de Cervantes.

La oraçión fecha, la missa acabada la an,
salieron de la eglesia, ya quieren cavalgar.
El Çid a doña Ximena ívala abraçar,
doña Ximena al Çid la mánol' va besar,
llorando de los ojos, que non sabe qué se far,
e él a las niñas tornólas a catar,
-A Dios vos acomiendo, fijas, e a la mugier e al Padre spirital,
agora nos partimos, Dios sabe el ajuntar.-

Llorando de los ojos, que non viestes atal,
assís' parten unos d'otros commo la uña de la carne.
Mio Çid con los sos vassallos pensó de cavalgar,
a todos esperando, la cabeça tornando va,
a tan grand sabor fabló Minaya Álbar Fáñez,
-Çid, ¿dó son vuestros esfuerços?, en buen ora nasquiestes de madre,
pensemos de ir nuestra vía, esto sea de vagar.
Aun todos estos duelos en gozo se tornarán,
Dios que nos dio las almas consejo nos dará.-


Το παραπάνω κείμενο είναι στην καστιλιάνικη γλώσσα του 12ου αιώνα και είναι από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Τέξας.

Η προσευχή σαν έγινε, τέλειωσ' η λειτουργία,
βγήκαν από την εκκλησιά για να καβαλικέψουν.
Σίμωσε ο Θιδ τη δόνια Χιμένα ν' αγκαλιάσει
κι η δόνια Χιμένα έσκυψε και του φιλεί το χέρι,
δάκρυα απ' τα μάτια χύνοντας που τελειωμό δεν έχουν.
Κι αυτός στις δυο κορούλες του γυρίζει και τους λέει:
"Στο Θεό σας εμπιστεύομαι και στον πνευματικό σας.
Τώρα χωρίζουμε κι ο Θεός ξέρει αν θ΄ανταμωθούμε"'

Δάκρυα απ΄τα μάτια χύνοντας, που άλλα τέτοια δεν είδες,
αποχωρίζονται καθώς το νύχι από το κρέας.
Ο Θιδ με τους συντρόφους του 'τοιμάζονται να φύγουν.
Γυρνάει την κεφαλή να δει αν όλ' είναι σιμά του .
Τότε ο Μινάγια Άλβαρ Φανιέθ του λέει να τον ψυχώσει:
"Κουράγιο, Θιδ, ευλογημένη αυτή που σας εγέννα,
φτάνουνε πια τα δάκρυα κι ας πάμε στη δουλειά μας
κι ετούτα δω τα βάσανα τρανές χαρές θα γίνουν.
Ο που ψυχή μάς έδωκε φώτιση θα μας δώσει.

Ανθολογία ισπανικής ποίησης, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1983, Μετάφραση Ηλία Ματθαίου

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Φεστιβάλ κινηματογράφου από την Κούβα


Με αφορμή τα 50 χρόνια από την επανάσταση στην Κούβα θα προβληθούν από την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου ως την Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου στην Αφαία-New Star artcinema (Δημοσθένους 96, Καλλιθέα, τηλ. 210-9595534 & 210-9513349) 50 ταινίες και ντοκιμαντέρ κουβανικής παραγωγής.
Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα http://www.artplex.gr/index.php/afaia/1-festivals/82-50years.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Τα μαθήματα της Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο

****Μπορείτε να βρείτε επικαιροποιημένο τον κατάλογο των μαθημάτων στη σελίδα http://galeria-hispanica.blogspot.gr/2015/12/1999.html του ιστολογίου.

Φίλοι του ιστολογίου μάς έχουν ζητήσει να γράψουμε κάτι για τα μαθήματα που διδάσκονται στην Κατεύθυνση Ισπανικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου, για τη δομή του τμήματος, τον τρόπο εισαγωγής, κτλ. Σήμερα θα περιοριστούμε στο πρώτο.
Η Κατεύθυνση Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας είναι μια από τις δύο κατευθύνσεις του Τμήματος Ιταλικής και Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθήνας, που ιδρύθηκε το 1999. Η λήψη του πτυχίου απαιτεί 42 μαθήματα, ορισμένα από τα οποία είναι τα εξής:
-Ισπανική Γλώσσα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV. Σε αυτά τα τέσσερα εξάμηνα δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε περισσότερο πολύπλοκες δομές της γλώσσας, καθώς και στην προσέγγιση διαφορετικών ειδών κειμένου.
-Εισαγωγή στη γλωσσολογία.
-Λατινική Γραμματεία Ι. Οι Λατίνοι συγγραφείς από την αρχαιότητα μέχρι τον Αργυρό Αιώνα (Έννιος, Πλαύτος, Τερέντιος, Κικέρων, Βιργίλιος, Οράτιος, Οβίδιος, Σενέκας, κ. α.
-Ισπανικός πολιτισμός. Ιστορική, καλλιτεχνική, και κοινωνική ανάπτυξη από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τον 20ο αιώνα.
-Ισπανοαμερικανικός Πολιτισμός. Από τους Προκολομβιανούς Πολτισμούς μέχρι και μετά τη δεκαετία του 1970.
-Εισαγωγή στη Λογοτεχνία (πεζογραφία, θέατρο, ποίηση)
-Εισαγωγή στη χρήση των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών*.
-Ισπανική γλωσσολογία. Εισαγωγή στις βασικές αρχές της γλωσσολογικής θεωρίας και ανάλυσης. Τα γλωσσολογικά φαινόμενα της ισπανικής γλώσσας.
-Ισπανική λογοτεχνία. Η εξέλιξη της ισπανικής λογοτεχνίας από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 20ο αιώνα.
-Ισπανική ποίηση. Εξειδίκευση στον ποιητικό λόγο με έργα από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 20ο αιώνα.
-Ισπανικό θέατρο. Από τον Μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας, με έμφαση στο Μπαρόκ και τον 20ο αιώνα.
-Ισπανικό μυθιστόρημα. Από τις μεταφράσεις μύθων από τα Αραβικά μέχρι τον 20ο αιώνα. -Ιστορία της ισπανικής γλώσσας. Η ιστορική εξέλιξη της ισπανικής γλώσσας από τη Λατινική μέχρι σήμερα.
-Ισπανοαμερικανική ποίηση. Από την ποίηση των Nahuatl, Maya και Quiché μέχρι τον Πάμπλο Νερούδα.
-Ισπανοαμερικανικό διήγημα. Κυρίως το διήγημα του 20ου αιώνα.
-Ιστορία και θεωρία της μετάφρασης.
-Εφαρμοσμένη γλωσσολογία στην εκμάθηση της ισπανικής γλώσσας. Βασικές αρχές της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας. Ανάλυση και σύγκριση των μεθοδολογικών ρευμάτων της διδακτικής των ξένων γλωσσών, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ισπανική.
-Μεθοδολογία της διδασκαλίας της Ισπανικής ως ξένης γλώσσας.
-Παιδαγωγική. Οι διάφορες θεωρίες σχετικά με την επιστήμη.
-Γενική διδακτική*.
-Ιταλική γλώσσα*, επίπεδα Α, Β, Γ, Δ. Για αρχαρίους μέχρι ένα μέτριο επίπεδο χρήσης της γλώσσας.
-Πορτογαλική γλώσσα*, επίπεδα Α, Β, Γ, Δ. Για αρχαρίους μέχρι ένα μέτριο επίπεδο χρήσης της γλώσσας.
-Προκολομβιανοί πολιτισμοί*.
-Εισαγωγή στην παροιμιολογία και την φρασεολογία*.
-Θεωρία της λογοτεχνίας*.-Μεσαιωνική λατινική λογοτεχνία Ι και ΙΙ*. ( Οι Sequentiae και τα Carmina Burana.

Τα μαθήματα που έχουν αστερίσκο είναι μαθήματα επιλογής.

Ο κατάλογος μαθημάτων που δώσαμε δεν είναι πλήρης. Έχουμε παραλείψει κάποια για λόγους συντομίας. Στα επιλογής μάλιστα υπάρχει πληθώρα μαθημάτων, που καλύπτουν πολλά ενδιαφέροντα.

Για τη δομή του Τμήματος θα πούμε σε προσεχές μας σημείωμα.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Que el Dios abandonaba a Antonio

Μια γνωστή απόδοση του Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, ενός από τα κορυφαία ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, από τον ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου της Χιλής Miguel Castillo Didier:

Cuando de repente, a medianoche, se escuche
pasar una comparsa invisible
con músicas maravillosas, con vocerío,
tu suerte que ya declina, tus obras
que fracasaron, los planes de tu vida
que resultaron todos ilusiones, no llores inútilmente.
Como preparado desde tiempo atrás, como valiente,
di adiós a Alejandría que se aleja.
Sobre todo no te engañes, no digas que fue un
sueño, que se engañó tu oído:
no aceptes tales vanas esperanzas.
Como preparado desde tiempo atrás, como valiente,
como te corresponde a ti que de tal ciudad fuiste digno,
acércate resueltamente a la ventana,
y escucha con emoción, mas no
con los ruegos y lamentos de los cobardes,
como último placer los sones,
los maravillosos instrumentos del cortejo misterioso,
y dile adiós, a la Alejandría que pierdes.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Εκδήλωση στο ENZZO DE CUBA

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ, ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ

ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ / A.P.LI.F.HI
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ASOCIACIÓN PANHELÉNICA DE LICENCIADOS EN FILOLOGÍA HISPÁNICA


O ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
Σας προσκαλεί σ’ ένα ταξίδι latin χρωμάτων και ρυθμών, με φόντο την Παλαιά Αβάνα
Την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008 στο ENZZO DE CUBA (Αγ. Παρασκευής 70, Μπουρνάζι)

H εκδήλωση θα πλαισιωθεί από τη χορευτική παράσταση του
Leonardo Gómez
και των
Amor Latino

Ώρα προσέλευσης: 18:00 – 22:00
Τιμή πρόσκλησης με ποτό ή μπύρα: 12€
Πληροφορίες στα γραφεία: 6943701085

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Εκδήλωση για τα 100 χρόνια ανασκαφών στο Εμπόριον



Από τις 25 ως τις 28 Νοεμβρίου 2008 στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και ώρες 18:00-22:00 θα διοργανωθεί μια σειρά εκδηλώσεων με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων ανασκαφών στην αρχαία πόλη Εμπόριον, που βρίσκεται στην Καταλωνία. Συνδιοργανωτές των εκδηλώσεων είναι το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, το Υπουργείο Πολιτισμού της Καταλωνίας και η Ελληνοαμερικανική Ένωση, ενώ οι εκδηλώσεις τελούν υπό την αιγίδα του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού σε συνεργασία με πολλούς άλλους φορείς.
Το Εμπόριον υπήρξε η δυτικότερη ελληνική αποικία του αρχαίου κόσμου και ήταν αναμφισβήτητα, όπως λένε οι ειδικοί, η πύλη για την είσοδο του κλασικού πολιτισμού στην Ιβηρική. Οι ανασκαφές άρχισαν το 1908 και ένα χαρακτηριστικό εύρημα είναι το άγαλμα του Ασκληπιού, που φαίνεται και στην εικόνα.
Περισσότερες πληροφορίες στον ιστοχώρο της Ελληνοαμερικανικης Ένωσης.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Francisco Toledo-Φανταστικά όντα



Αυτές τις μέρες στο Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζεται μια συλλογή έργων του διάσημου Μεξικανού ζωγράφου Francisco Toledo. Πρόκειται για τη συλλογή Φανταστικά Όντα, που δημιουργήθηκε το 1983, αποτελείται από 46 έργα (μελάνια και ακουαρέλες), και είναι εμπνευσμένη από το γνωστό έργο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Το βιβλίο των φανταστικών όντων.
Ο Francisco Toledo γεννήθηκε στην Oaxaca του Μεξικού το 1940. Έχει μια συνεχή δημιουργική πορεία και είναι καλλιτέχνης πολύπλευρος. Η δημιουργικότητά του δεν περιορίζεται στη ζωγραφική, αλλά και στην κεραμική, τη γλυπτική, τις γραφικές τέχνες. Υποστηρικτής των Καλών Τεχνών στην πατρίδα του, έχει παράλληλα χρηματοδοτήσει βιβλιοθήκες για τυφλούς, μουσικές βιβλιοθήκες και κέντρα φωτογραφίας. Είναι συνιδρυτής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Oaxaca.

Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του Μουσείου Μπενάκη.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

El diferente enfoque de los historiadores en cuanto a la historia de los Caballeros Templarios

(Συνεργασία της Ειρήνης Παρασκευά)

Entrando a la Iglesia de San Bevignate en Perugia y mirando hacia el luneto del ábside vamos a distinguir, pintadas en su punto más alto, nueve estrellas alrededor de tres cruces. En esta imagen vamos a reconocer, sin mucha dificultad, la representación simbólica de la génesis de la legendaria milicia del Temple. Las nueve estrellas del luneto de esta importante iglesia Templaria italiana, nos cuentan la historia de Hugo de Payens, de Godofredo de Saint-Omer y de sus siete compañeros, que fundaron la orden más polémica del todo el Medioevo, la Orden de los Caballeros Templarios o Los pobres Caballeros de Cristo; eran príncipes y feudales que se adhirieron renunciando sus fortunas, castillos y bienes para salvar su alma.

Huyens (Hugo) de Payens

Los primeros miembros de la Orden eran ex-cruzados, que impulsados por su fervor religioso respondieron con entusiasmo, como miles de personas, al grito de Deus vult (Dios lo quiere) clamado por el Papa Urbano II. En el Concilio de Clermont (1095) el Papa otorga indulgencia plenaria y llama a todo el mundo occidental cristiano a luchar por el rescate de los Santos Lugares. La recuperación del Santo Sepulcro, y la salvación de los hermanos acosados y perseguidos por los turcos en la Tierra Santa, obsesionan al hombre medieval del siglo XI, que ya cansado de su temor escatológico del fin del mundo busca la remisión de sus pecados. Por supuesto, las razones que conducieron a la primera cruzada no eran solamente religiosas. Factores políticos, económicos y sociales impulsaron a la iniciación de esta campaña; el peregrinaje a la Tierra Santa desde el siglo IV, la crisis económica y agraria, la pasión caballeresca por la aventura, el aumento de la población, la institución del mayorazgo. Así pues, empieza una aventura de casi doscientos años de luchas crueles, tremendas y sangrientes para que la Cruz prevaleciera sobre la Media Luna.

En este cuadro sociopolítico y religioso, con las cruzadas lanzadas en el Este y con la Península Ibérica metida en su particular cruzada contra los moros (casi desde el año 710), una nueva noción nace en el mundo caballeresco. En el espíritu ahidalgado aparece por primera vez el “guerrero que consagra sus armas a la defensa del débil o de la Iglesia”.

‘Non nobis, Domine, non nobis, sed tuo nomini da glorium.’ Este histórico lema de los Templarios sumariza en pocas palabras el ideal y el proposito de la existencia de la Orden, que era caracterizada por una combinación de religiosidad y valentía. Los caballeros Templarios eran monjes guerreros y la Orden de los pobres Camballeros del Cristo la primera orden religioso-militar en la Historia. En la época de su fundación, la ‘santa violencia’, proclamada por Urbano II, llega a su apogeo de modo que el cuadro socio-político formado por la primera cruzada, explique el éxito y la popularidad de una cosa tan rara como la fusión, en una orden, de la vida monástica y de la vida bélica. Bajo estas circunstancias, aparecen por primera vez las órdenes de carácter religioso-militar. Jacobo de Vitry hablando de los caballeros Templarios nos describe de manera muy representativa esta mezcla contradictoria y ‘anómala’: “a su vez leones de guerra y corderos del hogar; rudos caballeros en campo de batalla; monjes piedosos en la capilla; temibles para los enemigos del Cristo; la suavidad misma para los amigos.” Desde su fundación hasta su disolución trágica en el siglo XIV, la vida de la Orden está llena de contrastes. El mundo de la Orden se debate continuamente entre dos ideologías, entre dos estilos de vida, exactamente de la misma manera que sus espléndidos castillos eran a la vez monasterios y cuarteles.

El castillo templario de Ponferrada

La santificación del propósito de la existencia de las órdenes religioso-militares y de esta fusión rara viene de la boca del clérigo más importante de su época, de una persona influyente y gravitante, San Bernardo de Claraval. San Bernando, aunque escribe su Liber ad milites templi: De laude novae militae, una obra elogio para los Caballeros Templarios, muchos años después del Concilio de Clermont, casi en el año 1128, elabora de una manera fina y elocuente el grito bélico de ‘Dios lo quiere’. En su De laude vemos claramente el doble carácter de la función de la Orden; este dualismo entre lo espiritual y lo temporal, esta guerra doble de la carne y de la sangre contra las fuerzas invisibles del Mal. Es una obra verdadera apología de una guerra Santa, de una verdadera Yihad cristiana. Tenemos la plena justificación de la ‘santa violencia’. Si el monje guerrero mata a un pecador infiel no es un asesino sino un matador del Mal, un soldado del Cristo.

San Bernardo de Claraval

Un tipo nuevo de caballería nació, sin embargo, el hombre medieval no aceptó fácilmente, en su conciencia, la idea que un monje manchase sus manos con sangre por muy justa que fuese la razón. Pero San Bernardo tomando con entusiasmo la causa de los Templarios, con su apoyo espiritual y práctico, lanzó la Orden hacia su apogeo. No obstante, no tenemos que olvidar el cuadro socio-político de la época y las circunstancias que se crearon. La formación de la Orden surgió de la necesidad de escoltar y proteger los indefensos y vulnerables peregrinos que atravesaban las lejanas y hostiles zonas de Palestina y tenían que afrontar desde soldados musulmanes y bandidos hasta fieras. El dominio cristiano de los Santos Lugares resultó precario y el Reino Latino de Jerusalén se vió pronto inseguro, inestable e indefenso. Su propia capital, Jerusalén, era aislada y estaba en continuo peligro de invasión rodeada por los vecinos musulmanes. Bajo estas circunstancias, Hugo de Payens y sus compañeros pronunciaron los tres votos perpétuos religiosos de castidad, obediencia y pobreza ante el Patriarca latino de Jerusalén y asumieron la responsabilidad de la defensa de los Santos Lugares. El rey Balduino II aceptó sus servicios y les albergó en un sitio dentro de su palacio real que se llamaba ‘Templum Salomonis’ (en la explanada de las Mezquitas de la Roca y de Al Aqsa) de allí los ‘milites Cristi’ se convirtieron en los pobres caballeros del Temple. Es el momento de la fundación de la Orden Templaria que fue una de las órdenes religioso-militares más influyentes y poderosos del Medioevo.

Balduino II de Jerusalén cede el Templo de Salomón a Hugo de Payens y Godofredo de Saint-Omer

Según cuenta Guillermo de Tyre, en el año 1118, unos nobles caballeros, devotos, piedosos y con miedo de Dios, pronunciaron los tres votos en presencia del Patriarca de Jerusalén, y los dos más importantes eran Hugo de Payens de Champaña y Godofredo de Saint-Omer de Picardy. Desde la época de “las nueve estrellas alrededor de las tres cruces” del luneto hasta la orden acusada de herejía, perseguida por la inquisición y abolida por bula papal, hay un intervalo de 187 años; durante casi dos siglos se forja la leyanda templaria. Una leyenda donde el mito y el hecho histórico se mezclan y los monjes guerreros se convierten en guardianes del Santo Grial. Donde una orden religioso-militar defensora de los Santos Lugares se convierte en campo de sincretismo religioso que une el esoterismo con el sufismo, el gnosticismo con la alquimía, el hermetismo con el mito del Santo Grial. Para la investigación histórica, las creaciones de la imaginación de la mente humana y las auténticas pruebas históricas las separa un abismo. La historia de los Caballeros Templarios es un ejemplo llamativo. Es un campo de debate entre investigadores, teorías y hechos históricos donde la evaluación de las fuentes bibliográficas es un trabajo realmente difícil.

Si el fin de los Templarios se ve rodeado de secretismo, misterios y enigmas, la historia de sus primeros años está llena de inexactitudes y vacios en las informaciones dadas por las fuentes de la época. El problema que se va a ver desde la primera lectura de las fuentes, son las diferentes fechas de fundación de la Orden. Y para que sea más evidente nuestro argumento, vamos a separar los historiadores que se ocupan del tema de los Cabelleros Templarios en dos categorías. En la primera, pertenecen la mayoría de los investigadores que indican el año 1118 o 1119 como fecha posible de la formación oficial. En las obras de investigación de estos autores se ve claramente la influencia de Guillermo de Tyre. Es en su crónica que aparecen por primera vez los Templarios. Guillermo, arzobispo de Tyre, escribió su crónica casi cinquenta años después de la época de la formación de la Orden, y por consiguiente, todo lo que escribe lo sabe de segunda o tercera mano o por tradición oral; por esa razón los investigadores son pensativos algunas veces en cuanto a la exactitud de sus informaciones. Por esta razón, en esta primera categoría pondremos, también, a Malcolm Barber que cita la cronología dada por Guillermo de Tyre, a pesar de que con un estudio detallado y bien argumentado defiende el año 1120. Por último, en esta misma trinchera, están los que prefieren evitar la cronología de la fundación y poner directamente la del reconocimiento papal en el Concilio de Troyes (1128). Por el otro lado, mencionaremos el caso de los investigadores que defienden el 1111 como el año correcto de la formación. En esta segunda categoría pertenecen los que podríamos llamar ‘los teóricos de la conspiración’.

La pregunta lógica que surge es: ¿es de tanta importancia la cronología exacta de la fundación de la Orden? ¿Por qué mencionamos todos esos casos, si todos los investigadores están de acuerdo en el hecho histórico de la fundación de la Orden, entre los años 1111 y 1118? ¿Qué cambia con unos años antes o después? Practicamente, diríamos que nada, y en este punto, tiene razón James Wasserman cuando dice que indepedientemente del año exacto, lo más importante es el hecho mismo de la fundación de los Templarios, sobre todo, en aquel momento histórico y crucial para la sobrevivencia del cristianismo en los Santos Lugares. Pero si miramos un poco más detenidamente las fuentes, entenderemos que no se trata simplemente de un desacuerdo científico, sino de una completamente diferente manera de enfocar el tema de la Orden Templaria.

Por una parte, hay los que ven a los Templarios rodeados de misterios, secretos y conspiraciones. Según ellos, la defensa de los peregrinos no era nada más que una “tapadera” de su verdadera misión. Se trataba de la busqueda de objetos ocultos de la cristiandad con el fin de rescatarlos y trasladarlos a tierras europeas. Era entonces, la búsqueda de las eternas reliquias cristianas y su descubrimiento lo que anhelaba el alma de estos caballeros; el Arca de la Alianza, el Santo Grial y los secretos de los manuscritos del Mar Muerto. No son pocos los que ven en las construcciones octogonales templarias la simbología cabalística del ocho o medidas arquitectónicas sagradas, halladas en los manuscritos ocultos de Qumrán. La Iglesia de Santa Maria de Eunate en Navarra es un excelente ejemplo de esta forma arquitectónica templaria.

La iglesia de Santa María de Eunate

Los partidarios de este enfoque lleno de misticismo consideran, también, sospechoso el silencio de Fulcher de Chartres, cronista contemporáneo de los primeros Templarios. La explicación que dan es simple. Fulcher de Chartres oculta, a proposito, la existencia y las actividades de la Orden en aquella época. Y eso pasa o porque la Orden no cumplía su supuesta misión de defender los peregrinos o porque tenían otra misión y se sintieron obligados en encriptarse. Solamente la cifra que cuenta la leyenda de los nueve primeros miembros fundadores, demuestra la imposibilidad del cumplimiento de la misión defensora. Que fuesen nueve o treinta, como cuenta Miguel el Siríaco, los primeros Templarios seguramente eran muy pocos para afrontar las enormes fuerzas musulmanes en todo el territorio palestino. Por eso, la fecha, y en este caso el año 1111, es un argumento muy fuerte para que se base la teoría de una ocultación intencional. Si el cronista oficial del corte y capellano del rey no menciona de ningún modo en su obra sus contemporáneos pioneros, los primeros monjes guerreros de la historia medieval, esta omisión es algo más que una simple sospecha. Es la prueba evidente de una conspiración bien organizada. Otra cosa más que refuerza el argumento de la existencia de un complot templario, es la residencia que se les ofreció por el rey Balduino II en el ‘Templum Salomonis’. La leyenda cuenta que en los subterráneos del Templo de Salomón estaban escondidos secretos ancestrales ocultos durante siglos. ¿Por qué no pensar entonces, que no se trata de una simple coincidencia, sino de la misión verdadera de los Templarios? Que no era otra, que excavar por debajo del Templo y descubrir los tesoros anhelados durante siglos. Los partidarios del enfoque sobrenatural de la misión templaria, los ‘teóricos de la conspiración’, creen que es exactamente al descubrimiento y a la adquisición de estos conocimientos ancestrales místicos que se debe el indiscutiblemente enorme poder de la Orden en el curso de su historia.

La cúpula de la iglesia del Santo Sepulcro de Torres del Río

Y volvemos ahora a la primera categoría, a los investigadores que dejan a lo lado la implicación mística en la misión de los Templarios y enfocan su análisis a la coyuntura político-religiosa del medioevo. Para ellos no existen nada más que hechos históricos y factores económicos, socio-políticos y religiosos que causan o mejor impulsan la formación de este tipo de instituciones. Sus estudios se basan en investigaciones estrictamente históricas que son cientificamente argumentadas. Según su punto de vista, no existe ningún tipo de conspiración en el hecho de que Fulcher de Chartres no menciona en su crónica a los Templarios. Barber dice de manera característica que ninguno de sus contemporáneos pensó que fuesen tan significativos para referirse a ellos o a su obra. No obstante, los Templarios, al principio, aún no tenían hábito o regla distintivos. Adoptaron el hábito blanco de los Cistercienses agregándole una cruz roja de ocho puntas, pero muchos años después de su fundación. Así pues, en sus primeros años los Templarios no eran nada más que nueve o treinte “buenos caballeros piedosos”que por su fervor religioso se pusieron al servicio del rey y se proclamaron defensores de la fe y de los peregrinos. Eran pobres, vivían de las donaciones de los vecinos en un sitio ofrecido por el rey y no muy de lujo como parece. Además, a pesar del apoyo indiscutible del rey y del patriarca la Orden no consiguió reclutar muchos miembros hasta el tiempo de su reconocimiento formal por el Papa en el Concilio de Troyes (1128). Dados todos estos argumentos, y si intentamos ver a los primeros Templarios a través de los ojos de sus contemporáneos, entenderemos porque Fulcher de Chartres un “honesto y perspicaz cronista” no considera significativo referirse a ellos. Eran simplemente, una pequeña milicia de voluntarios valientes, tampoco eran un ejército de cientos de caballeros equipados. Al contrario, en la época de Guillermo de Tyre, la Orden Templaria ya estaba reconocida desde el 1128, y poseaba un inmenso patrimonio en casi todo el territorio europeo, aparte de su poder en el Oriente. Los Templarios de la época de Guillermo disfrutaban un estimo y un respeto profundo en casi todos los cortes europeos. Su fama había llegado hasta Escocia desde la época que Hugo de Payens recorría Europa para buscar apoyo y reclutar miembros. Entonces, está claro porque es lógico encontrar a los Templarios en la crónica de Guillermo de Tyre y no en la de Fulcher de Chartres. Ahora en cuanto al caracter místico y secreto de su misión, sólo el cuadro socio-político de la época y las circunstancias formaron un perfecto terreno abonado para la creación de la Orden. El ataque sarraceno contra setecientos peregrinos, en la zona montañosa de Judea, la Pascua de 1119 y su resultado trágico chocó y desesperó Jerusalén, demostrando la vulnerabilidad y la impotencia del dominio latino. Los problemas de la defensa, más otros que tenían que ver con la administración interna del Reino Latino señalaron la creación de una milicia permanente y siempre dispuesta a sacrificarse para proteger la Tierra Santa. Y para concluir, en sus casi dos siglos de vida, la Orden se demostró muy activa en el sector económico. No les han llamado, en vano, los primeros ‘banqueros de Europa’. Es verdad que los Templarios, de pobres Caballeros del Cristo se convirtieron en grandes terratenientes muy poderosos y ricos. No es ninguna exageración, si decimos que fueron aquellos ‘primeros banqueros’ que pusieron las bases del sistema bancario moderno. De todas maneras, sus actividades económicas están registradas, así que no es necesario buscar el secreto de su riqueza en la alquimía o en los secretos místicos, es suficiente mirar a los archivos guardados.

Mapa de Jerusalén

Con nuestro pequeño análisis, hemos intentado demostrar que una simple diferencia en una cronología algunas veces puede esconder algo más que un desacuerdo científico de investigadores. Hemos visto que la diferencia de las cronologías representa dos tendencias diferentes, dos completamente opuestos puntos de vista de la historia templaria. La mirada de los que defienden el año 1111 está impregnada de un velo de misticismo y de la creencia en el esoterismo y en el secretismo de la Orden Templaria. Son los que en el hermetismo de la regla templaria encuentran las fuentes doctrinales de las logias masónicas. Para ellos cada rincón de la historia templaria esconde una conspiración y una traición. Al otro lado están los que con un trabajo serio de investigación basada en documentos auténticos, buscan la verdad histórica. Son los investigadores que utililizan de manera pensativa, por supuesto, las crónicas medievales pero no encuentran ningún tipo de complot en sus deficiencias o imprecisiones. Porque en la investigación histórica, la falta de datos no significa necesariamente prueba o señal de algo. Lo que nos cuentan ellos, a lo mejor, es menos fascinante pero seguramente está más cerca a los hechos reales. La apasionada búsqueda de la verdad para la Orden Templaria sigue teniendo una gran vigencia, hasta nuestros días. ¿Qué eran los Caballeros Templarios? ¿Guerreros, monjes, ‘banqueros’ o guardianes de un secreto grande y peligroso que, al final, causó su caída trágica? Seguramente no hay respuesta ‘correcta’. Depende de nosotros qué mundo vamos a elegir ¿de la leyenda o de la historia?

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

«ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΡΟΥ»-Έκθεση Μουσείου Γουναρόπουλου

Από το Μουσείο Γουναρόπουλου (οδός Γουναροπούλου 6, Άνω Ιλίσια, Τ.Κ. 157 71, τηλ: 210 74 87 657- 210 77 77 601 fax: 210 74 87 657, e-mail: gounaro@ath.forthnet.gr) πήραμε το παρακάτω δελτίο τύπου:

Το Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του Μουσείου Γ. Γουναρόπουλου και η Πρεσβεία του Περού παρουσιάζουν την έκθεση :
«ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΡΟΥ»

Στον εκθεσιακό χώρο του Κέντρου θα εκτίθενται πλήθος πιστών μουσειακών κεραμικών των πιο αντιπροσωπευτικών προκολομβιανών πολιτισμών του Αρχαίου Περού.

Την έκθεση θα προλογίσει η Dr. Μαρίνα Κατσαρά, ιδρύτρια του Λατινοαμερικάνικου Ινστιτούτου AL ANDAR.

Εγκαίνια έκθεσης: Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Διάρκεια έκθεσης : 22 Οκτωβρίου – 14 Δεκεμβρίου 2008

Ωράριο λειτουργίας :
Τρίτη- Τετάρτη 09.00-13.30 & 17.00 – 20.00
Πέμπτη –Παρασκευή –Σάββατο 09.00 – 15.00. Κυριακή & Δευτέρα κλειστά


Το μουσείο ιδρύθηκε το έτος 1977 και στεγάζεται στην κατοικία του μεγάλου ζωγράφου της νεοελληνικής ζωγραφικής Γεωργίου Γουναρόπουλου (1890-1977). Στο μουσείο εκτίθενται 32 έργα του, καθώς και προσωπικά του αντικείμενα.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Lengua y cultura gallegas-Una brevísima introducción



El gallego es una de las cuatro lenguas oficiales de España (los otros tres son el castellano, el catalán y el vasco) y se habla de la mayoría de la población de Galicia, es decir de más de tres millones de hablantes.
Galicia y la parte de Portugal situada al norte del río Duero, forman una región que puede estar claramente definida, a causa de su absoluta separación de la meseta central de España. Galicia se encuentra en el extremo oeste de le región cantábrica y la parte de Portugal del Norte también se separa de España por el río, que corre entre abruptos e impresionantes roquedas. Las valles abundantes que hay en esta región la hacen capaz de sostener una densa población, cuya actividad más importante es la agricultura.

La mayoría de los especialistas creen que los primeros habitantes de Galicia eran de origen preindoeuropeo y no tenemos muchas informaciones sobre su cultura. Pero suponemos que debían de haber desarrollado un arte semejante al arte rupestre, rasgos de la cual hemos descubierto en la zona pirenaica. Los habitantes preindoeuropeos, al igual de los celtas, los cuales aparecieron posteriormente en la región, han dejado sus huellas en la lengua. Así encontramos en el gallego palabras de origen preindoeuropeo y también palabras de origen celta. Actualmente, el gallego es muy rico en voces celtas, más rico que todas las lenguas que pertenecen genéticamente a la familia latina.

Comenzando a presentar la posición del gallego en el dominio lingüístico neolatino, sería conveniente tratar de presentar un breve esquema de la historia, la lengua y la literatura de esta región a través de los siglos.
Como decimos antes, después de los primeros habitantes preindoeuropeos aparecieron en la región los celtas, expulsados por los íberos, y formaron gradualmente el grupo étnico galaico-portugués o lusitano. El último nombre es el nombre que utilizaron posteriormente los romanos para identificarlos.
Durante los años 155-139 a. C. los Romanos conquistaron a los Lusitanos en Portugal. El ejército romano invadió Galicia pero no pudo conquistar la región permanentemente. Pero unas décadas después las legiones de Augusto finalmente lo suceden.



Así la tierra conquistada forma parte del Imperio Romano en el siglo I a. C., mucho más tarde que el resto de la península y así comienza una tardía romanización que conllevó la incorporación de los indígenas y de los celtas a la lengua y la cultura de los conquistadores. El proceso de romanización que se produjo en otros lugares, se produjo también en Galicia; a causa de matrimonios y determinadas ventajas administrativas como la ciudadanía romana, el reparto de tierras, etc. Así la lengua latina se convirtió poco a poco en el latín vulgar de Galicia, que posteriormente se haría el gallego de hoy.
La llegada a Galicia de pueblos germánicos en el siglo V deja un considerable número de préstamos lingüísticos como laberca, roupa, etc. No sucede lo mismo con los árabes porque el Norte de la Península consiguió frenar la invasión musulmana. El Norte consiguió conservar no sólo la religión cristiana, sino también la lengua. Las palabras de origen árabe han venido en gallego más indirectamente, especialmente a través del castellano. Tantas palabras son laranxa, azucre, etc.

De este modo podemos decir con seguridad que la fuente primaria para la transformación del latín en el gallego de hoy fue el latín mismo. La transformación se produjo de manera progresiva e imperceptible y no es posible dar una fecha exacta desde la cual el latín es gallego. Pero sabemos con cierta seguridad que en el siglo X la lengua hablada por el pueblo debía de haber sido bastante lejana de la lengua utilizada por la iglesia y la administración. Es la época cuando no sólo el gallego, sino también todos los dialectos más importantes de España se han formado y se presentan claramente diferenciadas entre sí. Pero durante la Edad Media el gallego constituye una misma unidad lingüística con el portugués y las dos lenguas forman el galaico-portugués. Aún no es posible trazar una línea clara entre los dos idiomas. Lo seguro es que el castellano ha recibido muchos vocablos de esta fuente.
El gallego, a causa de su aislamiento del resto de la Península, sin posibilidades de expansión, por no tener fronteras abiertas al resto de España, se presentó muy arcaizante y aceptó una fuerte presión castellana. Así, durante la época a que referimos, aún no ha conseguido obtener una norma única.


Pero hay algo que da prestigio a esta lengua: la aparición de una poesía lírica durante los siglos XII y XIII, que deja su marca no sólo en Galicia, sino también en todo el mundo castellano. De este período conocemos más que cien poetas y es el período de más esplendor de toda la historia del país. Hay cantigas de amor, cantigas de amistad y cantigas religiosas. Muchos poetas y juglares de Castilla prefirieron la lengua gallega para expresarse en sus obras. El rey Alfonso X el Sabio, de origen castellano, escribe su obra famosa Cantigas en gallego, cantando en este libro sus palabras más hermosas. Es una de las primeras obras en lengua gallega que se conservan, dando así a los filólogos una importante fuente para saber cómo funcionaba entonces la lengua. Uno de éstos ha denominado el gallego “una lengua jugosa, rica y expresiva”.


Además de las cantigas existe una producción en prosa ( histórica, religiosa y jurídica). Las obras más importantes de este género literario son el libro Crónica Troiana y el libro Crónica Xeral.
Desde una perspectiva histórica, el florecimiento de la literatura gallega en este período está en contradicción a las ideas de los investigadores de historia españoles, aunque no podemos negar el facto de que durante aproximadamente dos siglos, el gallego fue la lengua literaria no sólo de Galicia, sino de territorios que pertenecían a otros espacios lingüísticos.

En el año 1139 Portugal declara su independencia de Castilla y el territorio lingüístico galaico-portugués del Sur se consolida en el nuevo reinado. Desde esta fecha la lengua gallega y la lengua portuguesa siguen sus propios caminos y se diferencian gradualmente. Galicia no podía crear un reino fuerte y por ello su reino no duró mucho y fue subordinado al reino de León y luego al reino de Castilla. A partir del siglo XV las manifestaciones del gallego como lengua literaria son bastante escasas y la expresión escrita cae poco a poco en decadencia. En la administración, el castellano predomina gradualmente hasta que el gallego se pueda utilizar solamente en casa.


La producción literaria comienza de nuevo en el siglo XIX con el Romanticismo y de la popularidad que gozan algunos escritores, como Eduardo Pondal y Manuel Curros Enríquez. Bajo el régimen de Franco el uso de la lengua fue prohibido, lo mismo que sucedió con las otras lenguas de España, excepto el castellano. Así pues, la capital intelectual de Galicia fue Buenos Aires, donde aparecieron importantes escritores como Celso Emilio Ferreiro, Álvaro Cunqueiro y Eduardo Blanco-Amor.

Hoy en día el gallego es la lengua oficial de la Comunidad Autónoma de Galicia junto al castellano. Se utiliza tanto en la educación primaria como en la segundaria, pero de un modo irregular. Aunque el gobierno de Galicia trata de promover la lengua, en las escuelas sólo un número limitado de profesores la utilizan para explicar otras materias. Pero en nuestros años hay un nuevo movimiento hacia la diversidad cultural en Europa. Al principio, a través del Consejo de Europa y posteriormente a través de las nuevas leyes de la Comunidad Europea. También hay libros sobre la lengua, la literatura y la gramática, los más interesantes de los cuales han sido publicados en estos últimos años.

Para terminar, daremos una brevísima descripción de la pronunciación del gallego dentro del grupo lingüístico galaico-portugués. En los dialectos gallegos no existe la sibilante sonora [z] que aparece en portugués: la palabra rosa se articula con la misma sibilante [s] de la palabra portuguesa passo y la palabra fazer con la sibilante [θ] que sólo existe en al castellano normativo. Tampoco existe la fricativa palatal sonora [ž]. En su lugar tenemos en gallego la fricativa sorda [∫] como en la palabra portuguesa enxada.
Con la diversidad lingüística y geográfica que existe en España, no es fácil hablar del “carácter español” como si fuera una sola cosa. Aunque existen características propias a los españoles, podemos decir que los tipos de cada región son bien diferenciados entre sí. El caso del Galicia es un ejemplo brillante. La persona gallega se conoce como una persona melancólica y misteriosa. Lo mismo podemos decir de los portugueses.
Los gallegos intentan defensar su patrimonio cultural y lingüístico. Galicia puede ser un buen ejemplo de una política lingüística respetuosa de la diversidad.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Alfonso X el Sabio



Hay personas que han dejado su marco en la historia por sus hazañas guerreras, otras que destacan en el área cultural y también otras que han abierto nuevos caminos en la economía o la política. Pero Alfonso X el Sabio es un de éstos que mezclaron su interés por la cultura de su tiempo con un reinado importante para la historia de España.
Rey de Castilla y León (1221-1284). Sucedió en 1252 a su padre, Fernando III el Santo. Durante su niñez estuvo bajo el cuidado de dos nobles que vivían cerca de Burgos, Garci Fernández y su esposa, doña Mayor Arías. Allí, posiblemente, estaría en contacto por primera vez con el gallego, lengua que adoptará más tarde en la redacción de su famosa obra poética.
Todavía príncipe, recibió el encargo de tomar posesión de Murcia, que se había sometido a Fernando III en 1243, y tres años después se casó con doña Violante, hija de Jaime I el Conquistador.

Entre las primeras medidas que tomó como rey fue su reforma monetaria que, actualmente, fue la primera de una serie de reformas en la economía de la época. Sus efectos se dejaron sentir en muchos de los acontecimientos posteriores.
Su reinado fue largo, tranquilo y feliz, aunque no le faltaron sublevaciones de los suyos y de los ajenos. Su problema primero fue su hermano Enrique en 1256 y luego, los ricos se resistieron mucho a las medidas económicas. Pero la mayor parte de sus empresas políticas, especialmente durante su edad madura, vieron condenadas al fracaso. Un buen ejemplo es que se consideraba heredero por la rama materna a la corona imperial alemana y fue proclamado emperador, pero no fue coronado.

Aunque en lo político y lo social el reinado de Alfonso no presenta grandes logros, en el área cultural y el área científica Alfonso obtiene para España momentos de esplendor inigualados hasta aquella época, especialmente en lo que se refiere a sus lenguas romances, el castellano y el gallego.
Alfonso, movido por un afán cultural, decidió prescindir de diferencias de religión y de raza y reunió a los judíos, musulmanes y cristianos más importantes de la época y con éstos fundó varias escuelas de investigación y traducción. Entre ellas, la más importante se considera la Escuela de Toledo. Así se tradujeron en castellano libros como La Biblia, el Corán, el Talmud y la Cábala
Hombre de su siglo, decidió reunir en un todo harmónico todos los aspectos que podía ofrecer la cultura de la época. Su obra tiene, en efecto, el valor de una inmensa enciclopedia. Las direcciones más importantes de su producción tienen que ver con la historia, la astronomía, la jurisprudencia y la poesía.
En primer lugar, introdujo el “castellano drecho” en los usos de la Corte y en la redacción de sus obras científicas, jurídicas e historiográficas. En segundo lugar, adoptó para su obra lírica la lengua gallego-portuguesa, la cual era muy hablada entonces, consolidando una tradición lírica que procedía del tiempo del reinado de su padre, si no de antes.


Cantigas de Santa Maria

Poeta él mismo, compuso el famoso libro Cantigas de Santa María, que se ha conservado en un manuscrito magníficamente ilustrado con numerosas miniaturas, que también tienen un grande valor estético. Su libro más famoso sobre la ciencia astronómica es Tablas de Astronomía y entre sus libros históricos se destaca la eminente Crónica de España.
La gran Escuela de Toledo y las Cortes de Sevilla y Murcia fueron testigos de una colaboración científica y cultural de excepción. Fueron imprescindibles para la recuperación de la cultura antigua y para el progreso de España hacia el definitivo Renacimiento. En todo eso, la presencia de Alfonso X el Sabio fue determinante.


Libros de axedrez e dados e tablas

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Enrique Granados



Αναμφισβήτητα ο πιο ρομαντικός από όλους τους μεγάλους Ισπανούς συνθέτες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ο Ενρίκε Γρανάδος (Enrique Granados, 1867-1916) έζησε τη σύντομη ζωή του προσπαθώντας αδιάκοπα να εκφράσει τη φλογερή κι ανήσυχη φύση του. Στα δυο σημαντικότερα έργα του, τους Ισπανικούς χορούς (Danzas españolas) και τα εκπληκτικά πιανιστικά κομμάτια Γκογιέσκας (Goyescas), άφησε αθάνατες μελωδίες και πέρασε στην ιστορία, όχι μόνο ως μεγάλος μουσουργός, αλλά κι ως μεγάλος ερμηνευτής του πιάνου.
Οι Ισπανικοί χοροί είναι ένα έργο που συνδυάζει το τοπικό με το ευρωπαϊκό στοιχείο, στο οποίο φαίνεται η επιρροή του Σοπέν, του Γκριγκ και του Σούμαν. Από αυτό το έργο ακούμε τον Ισπανικό χορό αρ. 5, σε μεταγραφή για κιθάρα, ερμηνευμένο από τον Ιταλό κιθαρίστα Stefano Grondona.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Σονέτα 17 και 44

Από την εποχή που ο Juan Boscán έφερε στην Ισπανία το σονέτο, αυτό το κορυφαίο είδος ποίησης το τίμησαν, ο καθένας με τη σειρά του, σχεδόν όλοι οι μεγάλοι Ισπανοί ποιητές: ο Garcilaso, o Góngora, o Lope de Vega, o Quevedo, o Antonio Machado, o Lorca, o Alberti.
Μέσα σ' αυτήν τη θρυλική ισπανική ομήγυρη δεν θα μπορούσε να λείψει και η Λατινική Αμερική που, με προεξάρχοντες τους Μπόρχες και Νερούδα έδωσαν καινούρια πνοή στο σονέτο, ο πρώτος μπολιάζοντάς το με την προσωπική του μυθολογία και τα αιώνια μοτίβα του, στοιχεία που διατρέχουν το σύνολο της ποιητικής του παραγωγής, κι ο δεύτερος, κατ' εξοχήν ερωτική προσωπικότητα, ανατινάζοντάς τα σε μια καινούρια ποιητική σφαίρα έρωτα και πάθους για την αγαπημένη του σύντροφο Ματίλντε Ουρρούτια, με την οποία πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Τα Εκατό ερωτικά σονέτα πράγματι είναι γραμμένα γι' αυτήν. Βιβλίο που εκδόθηκε το 1960 και σήμανε μια καινούρια στροφή στη δημιουργία του μεγάλου Χιλιανού ποιητή, που άνοιξε στο σονέτο νέους δρομους. Η ομοικαταληξία εξαφανίζεται και μπαίνει, εκτός από τον ενδεκασύλλαβο στίχο, και ο δεκατετρασύλλαβος αλεξανδρινός.
Το βιβλίο χωρίζεται από τον δημιουργό του σε τέσσερα μέρη, που τα ονομάζει πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και νύχτα, ίσως για να δείξει ότι είναι χωρίς διακοπή η αγάπη που ένοιωθε.
Ας δούμε δύο από τα σονέτα του Νερούδα:

Σονέτο 17
Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μεσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.

Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.

Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από που και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' αλλον τρόπο,

παρά με τούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σα δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.

Σονέτο 44
Θα ξέρεις πως δε σ' αγαπώ και πως
σ' αγαπώ αφού η ζωή μας δυο έχει τρόπους,
η λέξη είναι φτερούγα της σιωπής,
έχει η φωτιά το 'να μισό από κρύο.

Σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω πάλι,
τ' άπειρο για να ξαναρχίσω
κι απ' το να σ' αγαπώ για να μην πάψω:
γι' αυτό κι εγώ δε σ' αγαπώ ακόμα.

Σ' αγαπώ και δε σ' αγαπώ, σαν να 'χα
στα χέρια τα κλειδιά της ευτυχίας
κι ένα δύστυχο αβέβαιο πεπρωμένο.

Δυο ζωές να σ' αγαπώ η αγάπη μου έχει.
Γι' αυτό όχι μόνον όταν σ' αγαπάω
μα σ' αγαπώ κι όταν δε σ' αγαπάω.

Πάμπλο Νερούδα (από τα Εκατό Ερωτικά Σονέτα, Εκδόσεις Γνώση 1993-94)
Απόδοση: Ηλίας Ματθαίου

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Ο ρόλος του δημόσιου σχολείου στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών

Από την ιστοσελίδα του Συνδέσμου Καθηγητών Γαλλικής Γλώσσας μεταφέρουμε το παρακάτω άρθρο, το οποίο μας αφορά όλους. Και -αν μη τι άλλο- μπορεί να προσφέρει μια ευκαιρία για σκέψη:

Γονείς με την (ξένη) γλώσσα έξω

Της ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΛΙΑΤΣΟΥ
πηγή: Ελευθεροτυπία

Μπορεί η διδασκαλία ξένων γλωσσών να είναι ενταγμένη σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μπορεί το Σύνταγμα να ορίζει ότι η παιδεία παρέχεται με αποκλειστική ευθύνη του κράτους σε όλους τους Έλληνες πολίτες, όμως η πραγματικότητα για πολλοστή φορά έρχεται να ακυρώσει το μύθο της δωρεάν παιδείας στη χώρα μας.

Τα ελληνικά νοικοκυριά χρειάζεται να βάζουν όλο και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να καλύψουν το έλλειμμα της δημόσιας παιδείας και στην παρεχόμενη ξενόγλωσση εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι γονείς μαθητών δημοτικού και γυμνασίου πλήρωσαν την περσινή χρονιά 595,6 εκατ. ευρώ, μόνο για ξενόγλωσση εκπαίδευση των παιδιών τους σε ιδιωτικά κέντρα.

*Συγκεκριμένα, τη σχολική χρονιά 2007-2008, οι γονείς μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης επιβαρύνθηκαν με 248,7 εκατ. ευρώ για ξένες γλώσσες και οι γονείς μαθητών γυμνασίου ξόδεψαν 346,9 εκατ. ευρώ για τον ίδιο σκοπό.

Σε αυτό το ποσό δεν συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για εκμάθηση γλωσσών από τους μαθητές του λυκείου, για ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών, που είναι «μαύρα», καθώς και το κόστος για αγορά βιβλίων και για συμμετοχή στις εξετάσεις πτυχίων γλωσσομάθειας. Μόνο το κόστος για τις πιστοποιήσεις ξένων γλωσσών υπολογίζεται σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας στα 15 εκατ. ευρώ ετησίως.

*Σε μια εποχή που η ξενόγλωσση εκπαίδευση αποτελεί αναγκαίο εργαλείο επαγγελματικής και κοινωνικής εξέλιξης και ενώ η διδασκαλία ξένων γλωσσών είναι ενταγμένη στα αναλυτικά προγράμματα και ξεκινάει ήδη από τη δευτέρα δημοτικού, τα παραπάνω νούμερα έρχονται να καταδείξουν ότι:

*Η δημόσια παιδεία αδυνατεί να προσφέρει αποτελεσματική ξενόγλωσση εκπαίδευση μέσα στο σχολείο και φυσικά δεν είναι σε θέση να παράσχει την απαραίτητη πιστοποίηση.

*Έτσι, η ξενόγλωσση εκπαίδευση σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, παρέχεται από 7.169 κέντρα ξένων γλωσσών τα οποία λειτουργούν σε όλη την Ελλάδα. Σε αυτά φοιτούν 639.483 μαθητές και εργάζονται 24.330 εκπαιδευτικοί.

*Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι τιμές των διδάκτρων στα κέντρα ξένων γλωσσών έχουν πάρει την ανηφόρα, με τα συνοικιακά κέντρα να πρωτοστατούν, ενώ ανεξέλεγκτη παραμένει η κατάσταση στον εργασιακό χώρο των ξενόγλωσσων καθηγητών.

*Φέτος, οι αυξήσεις από τα εισαγωγικά τμήματα, τα λεγόμενα junior, στην Α' τάξη κανονική στην οποία φοιτούν τα παιδιά του δημοτικού, υπολογίζεται στο 20%-30%, ενώ για τις υπόλοιπες τάξεις, η αύξηση φτάνει το 20%.

*Η εκτίναξη των διδάκτρων δεν συνδέεται μόνο με την απελευθέρωσή τους από το υπουργείο Εμπορίου, αλλά και με το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες των κέντρων διδασκαλίας δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν κατάσταση διδάκτρων. Επομένως δεν τους ελέγχει κανείς.

*Να σημειωθεί ότι πρώτη φορά στα χρονικά φέτος, υπεγράφη σύμβαση των ιδιοκτητών των κέντρων ξένων γλωσσών με εργοδοτικό σωματείο (που συνέστησαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες) η οποία μειώνει τις αποδοχές των εκπαιδευτικών κατά 32% σε σχέση με την ισχύουσα σύμβαση που έχει υπογράψει η ΟΙΕΛΕ (Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας), θεμελιώνοντας έτσι καθεστώς μεσαιωνικής εκμετάλλευσης στο χώρο των φροντιστηρίων.

Έχουμε, έτσι, το εξής παράδοξο: Από τη μια, ανεξέλεγκτες αυξήσεις στα δίδακτρα και, από την άλλη, εκπαιδευτικοί κακοπληρωμένοι.

*«Η απαξίωση του δημόσιου σχολείου πρέπει επιτέλους να σταματήσει», δηλώνει ο πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ Μιχ. Κουρουτός.

«Οι ξένες γλώσσες απαιτείται να διδάσκονται σωστά στο δημόσιο σχολείο και να πιστοποιούνται μέσα σε αυτό με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Ο κάθε μαθητής επιβάλλεται να αποφοιτά με τη γνώση μίας τουλάχιστον πιστοποιημένης ξένης γλώσσας μέσα στο σχολείο, χωρίς να «ξεπουλιέται» η οικογένειά του στα κέντρα ξένων γλωσσών και στα φροντιστήρια. Η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλο ούτε την υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας ούτε βέβαια την αισχροκέρδεια των εμπόρων της μάθησης».

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Ενημέρωση μελών από την ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ

ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ / A.P.LI.F.HI
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ASOCIACIÓN PANHELÉNICA DE LICENCIADOS EN FILOLOGÍA HISPÁNICA


Αγαπητοί συνάδελφοι,
Όπως θα σας είναι γνωστό, ο Σύλλογός μας δημιουργήθηκε με κύριο σκοπό την προώθηση των Ισπανικών στη δημόσια εκπαίδευση. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι, παρότι έχει τεθεί σε λειτουργία εδώ και δύο χρόνια το πιλοτικό πρόγραμμα διδασκαλίας της Ισπανικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν έχει χορηγηθεί στoν κλάδο μας κωδικός πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ), απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση δικαιώματος διδασκαλίας μιας γλώσσας τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά σχολεία. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού έχουμε προβεί σε μια σειρά ενεργειών και διεκδικήσεων׃

• Υποβολή υπομνημάτων στο πλαίσιο επαφών με διοικητικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να προωθηθεί η διεύρυνση του ήδη υπάρχοντος πιλοτικού προγράμματος, καθώς και η κατοχύρωση του ΠΕ, ώστε να αποκατασταθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ όλων των πτυχιούχων καθηγητικών σχολών με στόχο την υπαγωγή μας στη διαδικασία προσλήψεων στην εκπαίδευση μέσω ΑΣΕΠ και το δικαίωμα εγγραφής μας στην Επετηρίδα Ιδιωτικής Εκπαίδευσης.

• Υποβολή υπομνήματος στους συνδικαλιστικούς φορείς ΟΛΜΕ – ΚΕΜΕΤΕ για την ευρύτερη προώθηση της διεκδίκησής μας.

• Συνεργασία με το Τμήμα Παιδείας και Επιστημών της Ισπανικής Πρεσβείας στην Αθήνα και συγκεκριμένα με την Εκπαιδευτική Σύμβουλο κα. María Ponce, αλλά και με τους Συλλόγους Ισπανιστών που δραστηριοποιούνται για την προώθηση και διάδοση της γλώσσας.
• Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας έχει δρομολογηθεί -από κοινού με τους Συλλόγους Φοιτητών και Αποφοίτων του Ανοιχτού Πανεπιστημίου- εκστρατεία ενημέρωσης και προβολής των πλεονεκτημάτων της διδασκαλίας της Ισπανικής με την αποστολή 10.000 ενημερωτικών επιστολών στις Διευθύνσεις σχολείων καθώς και στους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων, ενώ παράλληλα προωθήθηκαν και έντυπα υποβολής αιτήματος εκ μέρους των γονέων για την εισαγωγή των ισπανικών στην εκπαίδευση (ένα δείγμα επισυνάπτουμε στο παρόν για να διαδοθεί και ευρύτερα).
• Με το ίδιο περιεχόμενο της παραπάνω διεκδίκησης έγινε επερώτηση στην Βουλή και λάβαμε την διαβεβαίωση ότι τα ισπανικά θα διδάσκονται σύντομα στα σχολεία, ωστόσο θα συνεχίσουμε να απευθυνόμαστε σε κάθε φορέα ή αρχή που είναι αρμόδιοι για την υλοποίηση αυτής της δέσμευσης.

Για την ενίσχυση της δύναμης και της απήχησης του, ο ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ επιδιώκει τον ευρύ διάλογο με τη στήριξη όλο και περισσότερων μελών, και είναι ανοιχτός στις προτάσεις τους, επειδή πιστεύει ότι η συλλογική δράση είναι η μόνη εγγύηση για την επίτευξη των στόχων του. Γι’ αυτό σας καλούμε όλους να συμβάλλετε δυναμικά στις προσπάθειες του.

Με φιλικούς χαιρετισμούς
Το Δ.Σ. του ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Ελληνική έκδοση της Gabriela Mistral


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ, εκδόσεις ΕΚΑΤΗ

HERITAGE & MUSEUMS
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ

Η Πρεσβεία της Χιλής στην Αθήνα και οι εκδόσεις ΕΚΑΤΗ έχουν την τιμή να σας προσκαλέσουν στην παρουσίαση του βιβλίου της βραβευμένης με Νόμπελ χιλιανής ποιήτριας Γκαμπριέλα Μιστράλ με τίτλο «ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ» την Τετάρτη, 8 Οκτωβρίου 2008, ώρα 19:30, στο Μουσείο Μπενάκη, Κουμπάρη 1, Αθήνα.

Την εκδήλωση χαιρετίζει η κυρία Λίλα ντε Τσάβες, Πρόεδρος της Εταιρείας HERITAGE & MUSEUMS, Γενική Γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Φίλων Μουσείων WFFM.
Την ποιήτρια θα παρουσιάσουν, ο Ποιητής, κ. Τίτος Πατρίκιος, ο Μεταφραστής του βιβλίου, κ. Ρήγας Καππάτος και ο Εκδότης, κ. Κωστής Νικολάκης.

Ποίηση θα απαγγείλουν, η Τραγουδίστρια και Αφηγήτρια κ. Αλίκη Καγιαλόγλου και ο Μεταφραστής κ. Ρήγας Καππάτος.

Η λήξη της εκδήλωσης θα γίνει από την Πρέσβυ της Χιλής, κ. Sofia Prats. Θα ακολουθήσει δεξίωση.
Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα της εταιρείας HERITAGE & MUSEUMS

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

José Álvarez Cubero


Γανυμήδης

Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα η ισπανική γλυπτική βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στον Νεοκλασικισμό και στον Ρομαντισμό, με προτίμηση ακόμα στον πρώτο. Κι αν η τεχνική είναι καθαρά νεοκλασική, με μίμηση των αρχαίων προτύπων, η θεματολογία κάνει καθαρά βήματα προς τον Ρομαντισμό με τη χρήση ιστορικών, μεσαιωνικών και εθνικών θεμάτων.
Ένας από τους γλύπτες που εκφράζουν καθαρά τη στροφή αυτή είναι ο José Álvarez Cubero (1768-1827), γεννημένος στην Κόρδοβα, που ξεκίνησε στην πατρίδα του τις σπουδές του, για να μεταπηδήσει γρήγορα στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μαδρίτης.
Το 1799 κερδίζει μια υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Ρώμη και το Παρίσι,όπου έρχεται σε επαφή με τις νεοκλασικιστικές τάσεις γύρω από το έργο του Νταβίντ και το 1804 δημιουργεί πάνω σε αυτό το μοτίβο το έργο του Γανυμήδης. Στη Ρώμη λαξεύει ένα ακόμα περίφημο νεοκλασικό έργο, την Diana Cazadora, με μια απόλυτα υπολογισμένη τελειότητα, δύο έργα που σημαδεύουν την πρώτη περίοδο της γλυπτικής του τέχνης.


Η Ντιάνα (*Άρτεμις) στο κυνήγι

Κατά τη διάρκεια του πολέμου για την Ανεξαρτησία, ο Cubero αρνείται να αναγνωρίσει την ισχύ του Ναπολέοντα και μετά τα γεγονότα του Μαΐου του 1808 απορρίπτει τον βασιλιά José τον Α', με αποτέλεσμα να περάσει αρκετό χρόνο στη φυλακή μαζί με άλλους καλλιτέχνες. Απελευθερώνεται όμως κι απορρίπτει σθεναρά τις προτάσεις των Βοναπάρτε που του πρόσφεραν δουλειά, για να υποκύψει στο τέλος κάτω από την πίεση της αυτοσυντήρησης. Όμως η πολιτική του στάση τον έφερε κοντά στον επόμενο βασιλιά, τον Φερνάντο τον Ζ', στον οποίο έγινε ο προσωπικός καλλιτέχνης.
Μετά το τέλος του πολέμου ο Cubero δημιούργησε το πιο σημαντικό του έργο με τίτλο La Defensa de Zaragoza (Η υπεράσπιση της Σαραγόσα), στο οποίο αφηγείται ένα επεισόδιο από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, και συγκεκριμένα την προστασία που προσφέρει ένας γιος στον πατέρα του κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της πόλης. Κι αν και εδώ υπάρχει μια άψογη νεοκλασική τεχνική, ο παθιασμένος του πατριωτισμός τον κάνει ήδη έναν καλλιτέχνη ενταγμένο στους ρομαντικούς.


Η υπεράσπιση της Σαραγόσα

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Netzahualcóyotl-ο ποιητής βασιλιάς

(Αναδημοσίευση και προσαρμογή από το ιστολόγιο του Αλταθόρ)

Η ποίηση ήταν μια δραστηριότητα που γνώριζε μεγάλη εκτίμηση στην κοινωνία των Αζτέκων και είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα πολύ πριν την έλευση των Ισπανών κονκισταδόρες. Τόσο ελκυστική ήταν η ποίηση, που υπήρχαν ειδικά σχολεία για να τη διδάσκουν. Βρίσκουμε ποιήματα που υμνούσαν τους Θεούς (Teocuícatl), καθώς κι άλλα για τους ατρόμητους πολεμιστές (Yaocuícatl), αλλά και ποιήματα φιλοσοφικά και τρυφερά (Icnocuícatl).
Ένας από τους σημαντικότερους Αζτέκους ποιητές ήταν ο βασιλιάς της Τεχκόκο Νετζαχουαλκόγιοτλ (1402-1472). Ο θρύλος τού αποδίδει πολλά ποιήματα, κυρίως φιλοσοφικά. Μέσα σ' αυτά φαίνεται μια βαθιά θεώρηση της ζωής, μια τρυφερότητα και μια εντελώς ανθρώπινη ανησυχία και αγωνία για το άγνωστο.
Εδώ θα συναντήσουμε κι ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της ποίησης των Αζτέκων: την επανάληψη μιας ιδέας σε ολόκληρη τη στροφή, κάτι που αύξανε τη μουσικότητα, μια και τα ποιήματα στην πραγματικότητα συνοδεύονταν από μουσική, μελοποιημένα από τους ίδιους τους δημιουργούς τους.
Δύο χαρακτηριστικά Icnocuícatl του βασιλιά:

ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ ΣΤΗ ΓΗ
Τάχα ζούμε πραγματικά στη γη;
Όχι παντοτινά στη γη,
Εδώ μόνο για λίγο.
Αν ήταν ζαντ πάλι θα έσπαγε,
αν ήταν χρυσάφι πάλι θα έλιωνε,
ακόμα και τα φτερά του κετζάλ μαραίνονται.
Όχι παντοτινά στη γη,
Εδώ μόνο για λίγο.


(Από το βιβλίο Στα ίχνη του ανέμου, Οδός Πανός 1984)
Μετάφραση: Ειρήνη Βρης

Αγαπώ το τραγούδι του μίμου,
Πουλιού με τετρακόσιες φωνές,
Αγαπώ το χρώμα του νεφρίτη,
Και το αδύναμο άρωμα των λουλουδιών,
Μα πιο πολύ απ' όλα αγαπώ τον αδελφό μου: τον άνθρωπο.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

Πρελούδιο σε ένα μύθο

Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 στο Λονδίνο ο Ισαάκ Αλμπένιθ (Isaac Albéniz, 1860-1909) έγραψε το περίφημο Πρελούδιο, που μετά το θάνατό του οι εκδότες ονόμασαν αυθαίρετα Asturias, χωρίς να αντικατοπτρίζει τη μουσική παράδοση της βόρειας επαρχίας της χώρας. Αντίθετα, στο εκπληκτικής σύλληψης αυτό κομμάτι φαίνεται ολοκάθαρα η μουσική του νότου, της Ανδαλουσίας.
Το Πρελούδιο είναι γεμάτο αναπολήσεις και νοσταλγία ενός ταξιδευτή. Κι ο Αλμπένιθ ήταν πράγματι ένας ταξιδευτής. Μέσα από τους δρόμους της Ευρώπης και της Αμερικής, επηρεασμένος από συνθέτες όπως ο Βάγκνερ, ο Σούμαν και ο Λιστ, πέρασε στη μουσική του ένα δυναμισμό, μια χάρη, αλλά και μια νηφαλιότητα, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να εκφράσει την απλότητα της λαϊκής ψυχής.
Το Πρελούδιο έχει εμπνεύσει πολλές δραματικής έντασης ιστορίες κι έχει εμπλουτίσει μύθους. Ίσως εκεί να έγκειται κι ο δεύτερος τίτλος που του έχουν δώσει, κι είναι ακριβώς Μύθος.
Στο παρακάτω βίντεο το κομμάτι ερμηνεύει ο Αυστραλός κιθαρίστας John Williams.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Παλαιολιθική τέχνη στο σπήλαιο Covalanas



Το σπήλαιο Covalanas βρίσκεται στη βορειοδυτική πλαγιά του όρους Pando, σχετικά κοντά στο χωριό Ramales de la Victoria της Κανταβρίας, κοντά στο Santander, και ανακαλύφθηκε το 1903 από τους Lorenzo Sierra και Hermilio Alcalde del Río, οι οποίοι έκαναν και τις πρώτες έρευνες. Καινούρια έρευνα έγινε κατά τη δεκαετία του 1980 από το Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Cantabria.
Πρόκειται για μια σπηλιά μέτριων διαστάσεων με δύο στοές, η μία από τις οποίες παρουσιάζει παλαιολιθικές αναπαραστάσεις ζώων. Υπάρχουν 18 ελάφια, ένα άλογο, ένας τάρανδος κι ένας βόνασος. Υπάρχει ακόμα ένα ζώο που δεν έχει ταυτοποιηθεί, καθώς και κάποια άγνωστα σύμβολα.
Οι φιγούρες είναι ζωγραφισμένες με κόκκινο χρώμα και η τεχνική της ζωγραφικής θεωρείται τυπική για την περιοχή: οι γραμμές αποτελούνται από ένα σύνολο σημείων, το ένα μετά το άλλο. Ορισμένες φορές ο ζωγράφος για να δημιουργήσει ένα περίγραμμα (π.χ. μια ράχη ζώου), χρησιμοποιεί το ίδιο το σχήμα του βράχου, όπως φαίνεται στη δεύτερη εικόνα.
Η ηλικία των έργων αυτών προσδιορίζεται ανάμεσα σε 20 και 14 χιλιάδες χρόνια πριν, είναι δηλαδή πολύ παλαιότερα από αυτά του διάσημου σπηλαίου της Altamira, επίσης στην περιοχή της Κανταβρίας.





Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

El viaje definitivo

Συμπληρώθηκαν φέτος 50 χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jiménez, 1881-1958), ο νομπελίστας ποιητής της Ανδαλουσίας και ένας από εκείνους των οποίων το έργο ακολούθησε μια τόσο μεγάλη πορεία, από το Μοντερνισμό των αρχών του 20ου αιώνα, στην αναζήτηση μιας "γυμνής ποίησης" με την απλή έκφραση των συναισθημάτων, την απαλλαγή από τα διακοσμητικά στοιχεία και την εξάλειψη πολλών από τους κανόνες της μετρικής. Ο ποιητής που λίγο λίγο μετέτρεψε το χρώμα σε φως, τη μουσική σε προσωπική μελωδία, τον πόθο των αλλοτινών καιρών σε πνευματική και αισθητική πληρότητα.
Στο παρακάτω βίντεο ακούμε το ποίημά του El viaje definitivo, από τη συλλογή Canción (1936).


…Y yo me iré. Y se quedarán los pájaros
cantando;
y se quedará mi huerto, con su verde árbol,
y con su pozo blanco.

Todas la tardes, el cielo será azul y plácido;
y tocarán, como esta tarde están tocando,
las campanas del campanario.

Se morirán aquellos que me amaron;
y el pueblo se hará nuevo cada año;
y en el rincón aquel de mi huerto florido y encalado
mi espíritu errará, nostálgico…

Y yo me iré; y estaré solo, sin hogar, sin árbol
verde, sin pozo blanco,
sin cielo azul y plácido…
Y se quedarán los pájaros cantando.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Μπόρχες για την ποίηση

Το παρακάτω απόσπασμα του Μπόρχες είχε παρουσιαστεί σε μορφή σχολίου στο εξαιρετικό σκακιστικής φύσεως ιστολόγιο του Schrödinger's Cat.

"...Θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως αναγνώστη. Όπως γνωρίζετε, έχω τολμήσει την περιπέτεια της γραφής,αλλά πιστεύω πως αυτά που έχω διαβάσει είναι πολύ πιο σημαντικά απ' αυτά που έχω γράψει. Γιατί κάποιος διαβάζει αυτά που του αρέσουν- ωστόσο γράφει όχι αυτά που θα ήθελε να γράψει, αλλά αυτά που είναι ικανός να γράψει.
Η μνήμη μου με πηγαίνει πίσω σ΄ένα συγκεκριμένο βράδι κάπου εξήντα χρόνια πριν, στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου στο Μπουένος Άιρες. Τον βλέπω, βλέπω το φως του γκαζιού, μπορώ να βάλω το χέρι μου πάνω στα ράφια [...] Πηγαίνω πίσω σ' εκείνο το αρχαίο πια νοτιοαμερικανικό βράδι, και βλέπω τον πατέρα μου. Τον βλέπω αυτή τη στιγμή και ακούω τη φωνή του να λέει λέξεις που δεν καταλάβαινα, όμως τις ένιωθα.
Οι λέξεις αυτές προέρχονταν από τον Κeats, από την "Ωδή σ' ένα αηδόνι" [...]
Οι στίχοι που θυμάμαι είναι αυτοί που έρχονται τώρα σε σας:


Thou wast not born for death, immortal Bird!
No hungry generations tread thee down;
Τhe voice I hear this passing night was heard
In ancient days by emperor and clown:
Perhaps the self-same song that found a path
Through the sad heart of Ruth, when, sick for home,
She stood in tears amid the alien corn.


Νόμιζα πως ήξερα τα πάντα γα τις λέξεις, τα πάντα για τη γλώσσα (όταν είναι κανείς παιδί, νιώθει πως ξέρει πολλά πράγματα), όμως οι λέξεις αυτές ήρθαν σε μένα ως αποκάλυψη. Φυσικά, δεν τις καταλάβαινα. Πώς θα μπορούσα να καταλάβω αυτούς τους στίχους για τα πουλιά -για τα ζώα- που κατά κάποιον τρόπο είναι αιώνια, έξω από τον χρόνο, γιατί ζουν στο παρόν; Είμαστε θνητοί γιατί ζούμε στο παρελθόν και στο μέλλον -γιατί θυμόμαστε μια εποχή που δεν υπήρχαμε, και προβλέπουμε μιαν εποχή που θα είμαστε νεκροί. Οι στίχοι αυτοί ήρθαν σε μένα διαμέσου της μουσικής τους. Πίστευα ότι η γλώσσα ήταν ένας τρόπος να λέει κανείς πράγματα, να εκφράζει παράπονα , να δηλώνει ότι είναι ευχαριστημένος ή λυπημένος, και ούτω καθεξής. Όμως όταν άκουσα αυτούς τους στίχους (και τους ακούω, κατά κάποιον τρόπο, συνεχώς από τότε), κατάλαβα ότι η γλώσσα μπορούσε να είναι και μουσική και πάθος. Κι έτσι μου αποκαλύφθηκε η ποίηση..."

(Μπόρχες, Χόρχε Λουίς, Η Τέχνη του στίχου. Μετ. Μαρία Τόμπρου. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001.)

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Joaquín Sorolla


Παραλία στη Βαλένσια (1908)

Ένας από τους μεγάλους καλλιτέχνες του ισπανικού ιμπρεσιονισμού και χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της Belle Époque ήταν ο Χοακίν Σορόγια (Joaquín Sorolla, 1863-1923). Ο Σορόγια αντιπροσώπευσε επάξια την καταλανική σχολή, που διακρίνεται για τον λυρισμό και την έκφραση του προσωπικού στοιχείου.
Γεννημένος στη Βαλένθια, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας αναπαριστώντας χαρακτήρες και τοπία της γενέτειράς του. Ζωγράφος του φωτός και των εξωτερικών χώρων, ήξερε να αφομοιώνει και να ερμηνεύει τις μεγάλες καλλιτεχνικές τάσεις τις εποχής του. Οι πίνακές του βρίθουν από παραλίες πλημμυρισμένες από ήλιο, άμμο, βάρκες με ψαράδες, γυναίκες και παιδιά που παίζουν, και είναι χαρακτηριστικά δείγματα της ισπανικής ζωγραφικής της εποχής του.


Παιδιά στην ακτή (1903)


Βάρκες στην παραλία (1912)


Περίπατος στην παραλία (1909)

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Για το καλό γράψιμο

Το καλό γράψιμο συνίσταται στη βαθμιαία διάβρωση της γραμματικής, της καθιερωμένης χρήσης, των ισχυόντων κανόνων της γλώσσας. Αποτελεί πράξη διαρκούς εξέγερσης ενάντια στον κοινωνικό περίγυρο, κίνημα ανατρεπτικό. Το καλό γράψιμο προϋποθέτει θάρρος εικονοκλαστικό.

Από το δοκίμιο του José Ortega y Gasset Αθλιότητα και λάμψη του μεταφράζειν
Μετάφραση: Πέτρος Στράνης

Μια προφητική (κατά το ήμισυ) πρωτοβουλία

Το Μάρτιο του 2008 ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του 19ου δημοτικού σχολείου Αθήνας πήρε την πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της Ελλάδας απόφαση να ενημερώσει ο ίδιος τους υπόλοιπους συλλόγους του Διαμερίσματός μας σχετικά με την επιτακτική ανάγκη να γίνει εισαγωγή των Ισπανικών και των Ιταλικών στα σχολεία ως γλώσσες επιλογής.
Στην προσπάθειά μας αυτή συναντήσαμε την αντίθεση (και στην καλύτερη περίπτωση την αδιαφορία) της Ένωσης Γονέων του Διαμερίσματος, αλλά -παράλληλα- το μεγάλο ενδιαφέρον των ίδιων των γονέων.
Έτσι μπήκε ο σπόρος. Και, μαζί με τις προσπάθειες πολλών ετών από τους φιλολόγους των Ιταλικών (και κυρίως, βέβαια, λόγω αυτών), απέδωσε καρπούς τώρα με την εισαγωγή των Ιταλικών, που ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα.

Τώρα μένει να υλοποιηθεί και ο υπόλοιπος μισός στόχος. Η εισαγωγή των Ισπανικών που, όπως λέγαμε τότε, είναι γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παράλληλα μιλιέται από περίπου 400 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Μέχρι και στις ΗΠΑ είναι γνωστό πως είναι η δεύτερη επίσημη γλώσσα. Είναι η γλώσσα του Θερβάντες, του Λόρκα, του Νερούδα, του Μπόρχες. Κι ακόμη, και πρέπει να το πούμε με έμφαση, είναι μια συγκριτικά εύκολη γλώσσα.

Υπενθυμίζουμε ότι η πολυγλωσσία είναι επιτακτική ανάγκη στην πολυπολιτισμική Ευρώπη που ζούμε, και την υποστηρίζουν σχεδόν όλοι: Το Υπουργείο, η ΟΛΜΕ, το ΚΕΜΕΤΕ, το Πανεπιστήμιο και πολλοί άλλοι φορείς.

Διαβάστε ολόκληρη την ανάρτηση που είχε κάνει στο ιστολόγιό του ο Σύλλογος Γονέων του 19ου δημοτικού σχολείου.

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

Ανακοίνωση ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ

ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ / A.P.LI.F.HI
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ASOCIACIÓN PANHELÉNICA DE LICENCIADOS EN FILOLOGÍA HISPÁNICA


Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Με χαρά σας ενημερώνουμε πως έχει ήδη δημιουργηθεί ο ΠΑνελλήνιος Σύλλογος Πτυχιούχων Ισπανικής Φιλολογίας, με σκοπό:
• τη συνεργασία μεταξύ των μελών του
• τη συνεργασία με φορείς για την αναβάθμιση των σπουδών και την υποστήριξη πρωτοβουλιών εκπαιδευτικής και επαγγελματικής φύσης
• τη διοργάνωση πολιτιστικών, επιμορφωτικών κ.α. εκδηλώσεων, αλλά
κυρίως την ένταξη στη Δημόσια εκπαίδευση της διδασκαλίας της ισπανικής ως ξένη γλώσσα επιλογής και τη στελέχωση των σχολικών μονάδων από αποφοίτους Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Στα πλαίσια αυτού του σκοπού, ο σύλλογός μας προτίθεται αφενός, να επιδιώξει επαφές με αρμόδια στελέχη του Υπουργείου Παιδείας και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και αφετέρου, σε συνεργασία με Διευθυντές σχολείων, να ξεκινήσει ενημέρωση των μαθητών και των συλλόγων γονέων για τη χρησιμότητα και την εμβέλεια διεθνώς της Ισπανικής γλώσσας. Με τον τρόπο αυτό, ελπίζουμε ότι θα αυξηθεί το ενδιαφέρον και η ζήτηση της διδασκαλίας της από γονείς και μαθητές, γεγονός που θα βοηθήσει σημαντικά στην οριστική και μόνιμη ένταξή της στη δημόσια εκπαίδευση.

Προκειμένου βέβαια να μπορούν να επιτευχθούν αυτοί οι σκοποί είναι απαραίτητη η δραστηριοποίηση όλων μας.
Γι’ αυτό και σας καλούμε να στελεχώσετε το Σύλλογό μας και να ενισχύσετε την προσπάθειά του.

Τα μέλη του συλλόγου εγγράφονται ως:
Α) Τακτικά (πτυχιούχοι Ισπανικής Φιλολογίας Ελληνικού ή Αλλοδαπού Πανεπιστημίου) υποβάλλοντας τα εξής δικαιολογητικά:
1. Αίτηση εγγραφής (περιλαμβάνει σύντομο βιογραφικό).
2. Αντίγραφο βασικού τίτλου σπουδών.
3. Αντίγραφο αναγνώρισης ισοτιμίας και αντιστοιχίας του βασικού τίτλου σπουδών από το ΔΙΚΑΤΣΑ / ΔΟΑΤΑΠ , σε περίπτωση που αυτός έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή.
Β) Δόκιμα (φοιτητές Ισπανικής Φιλολογίας, με τα ίδια δικαιώματα με τα τακτικά, εκτός αυτού του εκλέγεσθαι) υποβάλλοντας τα εξής δικαιολογητικά:
1. Αίτηση εγγραφής (περιλαμβάνει σύντομο βιογραφικό).
2. Αντίγραφο αναλυτικής βαθμολογίας του οικείου τμήματος από την οποία να προκύπτει η επιτυχής εξέταση του φοιτητή στα ¾ του συνολικού αριθμού των απαιτούμενων για τη λήψη του πτυχίου μαθημάτων.
3. Πρόγραμμα σπουδών του οικείου τμήματος ή, ελλείψει αυτού, βεβαίωση της οικείας Γραμματείας για τον συνολικό αριθμό των απαιτούμενων για τη λήψη του πτυχίου μαθημάτων.

Εφόσον εγκριθεί η αίτησή σας από το Δ.Σ. του Συλλόγου, η ετήσια συνδρομή για τα τακτικά μελη είναι 50 ευρώ και για τα δόκιμα 25 ευρώ.

Αν και εσείς ενδιαφέρεστε να γίνετε μέλη του συλλόγου ή γενικά να έρθετε σε επαφή μαζί μας, μπορείτε να επικοινωνήσετε:
- Μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση : aplifhi@yahoo.gr
- Ταχυδρομικά στη διεύθυνση του συλλόγου μας:
ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ/ A.P.LI.F.HI
Ακαδημίας 63, 3ος όροφος, γραφείο 11
Τ.Κ. 10678, ΑΘΗΝΑ
- Τηλεφωνικά στo : 6943 - 701085
- Με Φαξ στο : 210 - 3825708


Σας περιμένουμε όλους
Τα ιδρυτικά μέλη του ΠΑ.Σ.Π.Ι.Φ